- ξεκαλτσώνω
- βγάζω τις κάλτσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + καλτσώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκαλτσώνω — ξεκάλτσωσα, ξεκαλτσώθηκα, ξεκαλτσωμένος 1. αφαιρώ, βγάζω τις κάλτσες κάποιου. 2. το μέσ., ξεκαλτσώνομαι βγάζω τις κάλτσες μου: Ξεκαλτσώθηκα και μπήκα στα νερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκάλτσωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω, η αφαίρεση, το βγάλσιμο των καλτσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)